- λαφύρων
- λαφύ̱ρων , λάφυραspoilsneut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Πλαταιές — I Αρχαία πόλη της Βοιωτίας, στα σύνορα με την Αττική, μεταξύ των βόρειων κλιτύων του Κιθαιρώνα και του ποταμού Ασωπού. Από τα λίγα ευρήματα προκύπτει ότι η περιοχή είχε κατοικηθεί από την προϊστορική εποχή. Στους ιστορικούς χρόνους, οι Π.… … Dictionary of Greek
ακροθίνιον — ἀκροθίνιον, το και ἀκροθίνια ή ἀκρόθινα, τα (Α) 1. το ανώτερο ή καλύτερο μέρος από έναν σωρό 2. τα πρώτα γεννήματα τού αγρού, οι απαρχές 3. το καλύτερο μέρος τών λαφύρων που προσφέρονταν στους θεούς 4. φρ. «ἀκρόθινα πολέμου» οι Ολυμπιακοί αγώνες … Dictionary of Greek
κουφίζω — (I) [κουφός] είμαι λίγο κουφός, βαριακούω. (II) κουφίζω (AM) [κουφός (Ι)] 1. σηκώνω ψηλά, ανυψώνω, εγείρω (α. «ἀσπίδ ἀμφὶ βραχίονι κουφίζων», Ευρ. β. «ἥ τε τοῡ πτεροῡ φύσις, ᾧ ψυχή κουφίζεται», Πλάτ.) 2. παρέχω ανακούφιση, ξελαφρώνω, ελαφρύνω,… … Dictionary of Greek
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek
λήσταρχος — ο, θηλ. λησταρχίνα (AM λήσταρχος, Μ θηλ. λησταρχίνα) αρχηγός συμμορίας ληστών, αρχιληστής (α. «Εκεί δρούσε ο διαβόητος λήσταρχος Γιαγκούλας» β. «ὁ λῄσταρχος ὁ Λυσιτανός δίκαιος ἦν ἐν ταῑς διανομαῑς τῶν λαφύρων», Διόδ.) νεοελλ. μτφ. αισχροκερδής.… … Dictionary of Greek
λαφυραγωγία — η (AM λαφυραγωγία) [λαρυραγωγώ] αρπαγή λαφύρων, λαφυραγώγηση αρχ. λάφυρο, λεία … Dictionary of Greek
λαφυραγώγηση — η (Μ λαφυραγώγησις) [λαφυραγωγώ] αποκόμιση λαφύρων, λαφυραγωγία (διαρπαγή πολεμικής λείας … Dictionary of Greek
λαφυροπωλία — λαφυροπωλία, ἡ (Α) [λαφυροπώλης] η πώληση λαφύρων … Dictionary of Greek
λαφυροπώλης — ο (Α λαφυροπώλης) αυτός που αγοράζει συνολικά τα λάφυρα για λειανική πώληση, μεταπωλητής λαφύρων («καὶ λαφυροπώλας καταστήσαντες ἐπώλουν», Ξεν.) αρχ. στον πληθ. οἱ λαφυροπῶλαι (στη Σπάρτη) αξιωματικοί στην υπηρεσία τού βασιλιά που φρόντιζαν για… … Dictionary of Greek
λαφυροπώλιον — και λαφυροπωλεῑον, τὸ (Α) [λαφυροπώλης] 1. τόπος όπου πουλούσαν τα λάφυρα («αὐτοὶ πειρατεύοντες ἢ τοῑς πειραταῑς λαφυροπώλια καὶ ναύσταθμα παρέχοντες», Στράβ.) 2. (ο τ. λαφυροπώλιον) πώληση λαφύρων … Dictionary of Greek